μαζώχτρα

μαζώχτρα
η
η συλλέκτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαζώνω + κατάλ. -χτρα (πρβλ. φταί-χτρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λιομαζώχτρα — η γυναίκα που μαζεύει τις ελιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + μαζώχτρα] …   Dictionary of Greek

  • σταχομαζώχτρα — η, Ν αυτή που μαζεύει τα στάχια τα οποία απομένουν στο χωράφι μετά τον θερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυ + μαζώχτρα (< μαζώνω)] …   Dictionary of Greek

  • Εφταλιώτης, Αργύρης — (Μόλυβος, Λέσβος 1849 – Αντίμπ, Γαλλία 1923).Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή και συγγραφέα Κλεάνθη Μιχαηλίδη. Σε ηλικία 17 ετών διαδέχτηκε τον πατέρα του στη διεύθυνση του λυκείου στη γενέτειρά του. Σύντομα όμως ξενιτεύτηκε για να ασχοληθεί με το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”